ριτουαλισμός

ριτουαλισμός
ο, Ν
κίνηση αγγλικανών θεολόγων τού 19ου αιώνα για την εισαγωγή στη λατρεία τής Αγγλικανικής Εκκλησίας τελετουργικού τυπικού με τις ανάλογες τελετές τόσο τής Ορθόδοξης όσο και τής Λατινικής Εκκλησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ritualism < ritual (< λατ. ritualis < λατ. ritus «όσιος νόμος, ιερός θεσμός») + κατάλ. -ism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”